Протяжный στα ελληνικά
Μετάφραση: протяжный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεγάλος, βραδύς, μακρύς, βουερός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бракераж στα ελληνικά - καρέ, απόρριψη, ανακόπτω, σταματώ, επιθεώρηση, αναχαιτίζω, brakerazh
- венчальный στα ελληνικά - γάμος, γάμο, γάμου, του γάμου, γαμήλια
- выскоблить στα ελληνικά - ξύνω, ξύστε, ξύσιμο, ξύνουν, scrape
- дерзость στα ελληνικά - θρασύτητα, υπεροψία, μάγουλο, θράσος, έπαρση, αναίδεια, αλαζονεία, ...
Τυχαίες λέξεις
Протяжный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεγάλος, βραδύς, μακρύς, βουερός
Μεταφράσεις: μεγάλος, βραδύς, μακρύς, βουερός