Профессура στα ελληνικά
Μετάφραση: профессура, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καρέκλα, έδρα, professorate, κοινότητας καθηγητών, το professorate
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бочка στα ελληνικά - ξύλο, σωλήνας, πίπα, βαρέλι, ψωμάκι, κυλώ, κουτουλώ, ...
- виснуть στα ελληνικά - απαγχονίζω, πιάνομαι, κρεμάσετε, κρέμονται, κρεμάσει, κρεμάσετε στον, κρατηθούν από
- вывалить στα ελληνικά - απολύω, ρυάκι, πετώ, κυλώ, πέταγμα, άφεση, εκπυρσοκρότηση, ...
- горожанин στα ελληνικά - αστός, πολίτης, συμπολίτης, αστού, κάτοικος πόλης και, κάτοικος πόλης
Τυχαίες λέξεις
Профессура στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καρέκλα, έδρα, professorate, κοινότητας καθηγητών, το professorate
Μεταφράσεις: καρέκλα, έδρα, professorate, κοινότητας καθηγητών, το professorate