Процедить στα ελληνικά
Μετάφραση: процедить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τεντώνω, κρησαρίζω, ζόρι, διηθώ, φίλτρο, στραμπουλίζω, ένταση, γένος, τάση, στέλεχος, στελέχους
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- болеро στα ελληνικά - μπολερό, Bolero, μπολερό από, είδος γυναικείας ζακέτας, είδος ισπανικού χορού
- выдающий στα ελληνικά - Εξαιρετική, Άριστος, εκκρεμή, εκκρεμών, Εκκρεμείς
- глаженье στα ελληνικά - σιδέρωμα, σιδερώστρες, σιδερώματος, σιδερώματος με, σιδερώστρα
- депонировать στα ελληνικά - επαναθέτω, προσχώνω, καταλύω, ίζημα, σφηνώνω, κατάθεση, κατάθεσης, ...
Τυχαίες λέξεις
Процедить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τεντώνω, κρησαρίζω, ζόρι, διηθώ, φίλτρο, στραμπουλίζω, ένταση, γένος, τάση, στέλεχος, στελέχους
Μεταφράσεις: τεντώνω, κρησαρίζω, ζόρι, διηθώ, φίλτρο, στραμπουλίζω, ένταση, γένος, τάση, στέλεχος, στελέχους