Пугаться στα ελληνικά

Μετάφραση: пугаться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
είμαι, βρίσκομαι, διανύω, συνεσταλμένος, δειλός, ντροπαλός, διστάζω, δειλιώ, Boggle, φοβισμένο
Пугаться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • актиния στα ελληνικά - αναπληρωματικός, Actinia
  • биде στα ελληνικά - μπιντές, μπιντέ
  • вепрь στα ελληνικά - κάπρος, χοίρος, μπάλα, τη μπάλα, αγριογούρουνο
  • высев στα ελληνικά - σπορά, σποράς, τη σπορά, την σπορά, εμβολιασμού
Τυχαίες λέξεις
Пугаться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: είμαι, βρίσκομαι, διανύω, συνεσταλμένος, δειλός, ντροπαλός, διστάζω, δειλιώ, Boggle, φοβισμένο