Пухленький στα ελληνικά
Μετάφραση: пухленький, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τροφαντός, παχουλός, ταλαιπωρημένος, crummy, φτηνό, μίζερο, φτηνά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вздымающийся στα ελληνικά - επείγων, άμεσος, πανύψηλος, υψηλός, πανύψηλα, πανύψηλους, πανύψηλο, ...
- гоблин στα ελληνικά - καλικάντζαρος, δαιμόνιο, Goblin, παγανός
- государыня στα ελληνικά - κυρίαρχος, ηγεμόνας, αυτεξούσιος, αυτοκράτειρα, αυτοκράτειρας, την αυτοκράτειρα, η αυτοκράτειρα, ...
- женщина-десятник στα ελληνικά - επιστάτρια, αρχιεργάτρια
Τυχαίες λέξεις
Пухленький στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τροφαντός, παχουλός, ταλαιπωρημένος, crummy, φτηνό, μίζερο, φτηνά
Μεταφράσεις: τροφαντός, παχουλός, ταλαιπωρημένος, crummy, φτηνό, μίζερο, φτηνά