Пытка στα ελληνικά
Μετάφραση: пытка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγωνιώ, δοκιμασία, άγχος, αγωνία, βασανιστήριο, μαρτύριο, βασανιστηρίων, βασανιστήρια, τα βασανιστήρια
Μεταφράσεις
- взбелениться στα ελληνικά - παίρνω, αποκτώ, εξόργισε, εξοργισμένος, εξόργισε τις, εξοργίστηκε, εξοργίσει
- високосный στα ελληνικά - πήδημα, άλμα, βήμα, δίσεκτο, άλματος
- вникать στα ελληνικά - πηγαίνω, διεισδύουν, διεισδύσουν, διεισδύσει, διαπεράσει, διαπερνούν
- громада στα ελληνικά - μαζικός, μάζα, κοινόβιο, κοινότητα, μάζας, μαζικής, μαζική, ...
Τυχαίες λέξεις
Пытка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγωνιώ, δοκιμασία, άγχος, αγωνία, βασανιστήριο, μαρτύριο, βασανιστηρίων, βασανιστήρια, τα βασανιστήρια
Μεταφράσεις: αγωνιώ, δοκιμασία, άγχος, αγωνία, βασανιστήριο, μαρτύριο, βασανιστηρίων, βασανιστήρια, τα βασανιστήρια