Пытливый στα ελληνικά
Μετάφραση: пытливый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οξυδερκής, περίεργος, φιλοπερίεργος, ενδιαφερόμενος, αδιάκριτος, περίεργο, περίεργα, αδιάκριτο, περιέργεια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ассонанс στα ελληνικά - παρήχηση, συνήχηση, ομοιοφωνία, είναι ομόηχη, ομόηχη
- воздвижение στα ελληνικά - ανέγερση, πλαίσιο, σώμα, κατασκευή, πλαισιώνω, σκελετός, εξύψωση, ...
- гениальность στα ελληνικά - εγκέφαλος, ιδιοφυία, μεγαλοφυία, ιδιοφυΐα, μεγαλοφυΐα, genius
- дуальный στα ελληνικά - διπλός, διπλής, διπλή, διπλό, διπλού
Τυχαίες λέξεις
Пытливый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οξυδερκής, περίεργος, φιλοπερίεργος, ενδιαφερόμενος, αδιάκριτος, περίεργο, περίεργα, αδιάκριτο, περιέργεια
Μεταφράσεις: οξυδερκής, περίεργος, φιλοπερίεργος, ενδιαφερόμενος, αδιάκριτος, περίεργο, περίεργα, αδιάκριτο, περιέργεια