Λέξη: μπουκέτο

Σχετικές λέξεις: μπουκέτο

μπουκέτο μπαλόνια πάτρα, μπουκέτο λουλούδια, μπουκέτο μπαλόνια θεσσαλονίκη, μπουκέτο μπαλόνια νέα ερυθραία, μπουκέτο με λουλούδια, μπουκέτο μπαλόνια πειραιάς, μπουκέτο νύφης, μπουκέτο μπαλόνια καταστήματα, μπουκέτο μπαλόνια, μπουκέτο τριαντάφυλλα

Συνώνυμα: μπουκέτο

άνθος, ανθοδέσμη

Μεταφράσεις: μπουκέτο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bouquet, bouquet of, bunch, bunch of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aroma, ramo, ramillete, bouquet, ramo de, el ramo
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
blumenstrauß, bukett, duft, strauß, Strauß, Bukett, Bouquet, Blumenstrauß
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
arôme, parfum, bouquet, bouquet de, nez, le bouquet
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mazzo, bouquet, bouquet di, il mazzo, Il bouquet
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ramo, ramalhete, buquê, bouquet, o ramalhete, bouquet branco
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tuil, ruiker, boeket, bouquet, boeket van, Het boeket, Het boeket van
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
букет, букетом, букета, Bouquet, Корзина
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
duft, bukett, bouquet, buketten
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bukett, buketten, bouquet
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tuoksu, puska, kimppu, kukkapuska, kukkakimppu, bouquet, kimpussa, kimpun
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
blomsterbuket, buket, bouquet, buketten
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
buket, vůně, kytice, kytka, kytici, bouquet
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wiązka, bukiet, bouquet, Kwiaty, bukietem
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
buké, csokor, virágcsokor, illata, bouquet, csokrot
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
buket, Bouquet, buketi, bir buket, Bouquet of
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
букет, аромат
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tufë lulesh, buqetë, buqetë me, tufë, tufë lulesh të
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
букет, букета, букет от, букети
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
букет
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lõhnakompleks, lillekimp, bukett, kimp, kimbu, Kuivlilled
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
aranžman, buket, miris, bouquet, buke, buketa
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vönd, Bouquet
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
puokštė, aromatas, bouquet, gėlių puokštė, puokštę
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pušķis, buķete, buķeti, pušķi, ziedu pušķis
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
букет, буке, букетот, китка, киска
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
buchet, buchet de, buchetul, buchete, buchetului
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
šopek, bouquet, cvetica, cvetici, cvetličnih šopkov
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kytice, kytica, bouquet
Τυχαίες λέξεις