Пьющий στα ελληνικά

Μετάφραση: пьющий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεθυσμένος, πίνων, παρέα, πότης, πότη, ποτίστρας
Пьющий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аэромеханика στα ελληνικά - αερομηχανική, aeromechanics
  • веско στα ελληνικά - με, με το, με την, με τις, με τα
  • вести στα ελληνικά - εξαναγκάζω, επιμελούμαι, κουβαλώ, διεξάγω, οδηγώ, φτιάχνω, σκηνοθετώ, ...
  • гематит στα ελληνικά - αιματίτης, αιματίτη, από αιματίτη, ο αιματίτης, αιματίτες
Τυχαίες λέξεις
Пьющий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεθυσμένος, πίνων, παρέα, πότης, πότη, ποτίστρας