Работать στα ελληνικά
Μετάφραση: работать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εργάζομαι, πηγαίνω, δουλεύω, εργασία, τρέχω, λειτουργώ, συμπεριφέρομαι, εγχειρίζω, δουλειά, κάνω, έργο, εργασίας, εργασίες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- азимутальный στα ελληνικά - αζιμουθιακή, αζιμουθίον, αζιμουΟίου, αζιμουθιακού, αζιμουθιακών
- безразлично στα ελληνικά - επιπόλαια, ελαφρώς, αδιάφορα, αδιακρίτως, αδιαφορία, με αδιαφορία, αδιάφορο
- берилл στα ελληνικά - βηρύλλος, βηρύλλου, Βήρυλλο, βήρυλλος, Beryl
- говядина στα ελληνικά - βοδινό κρέας, βοδινό, βοείου κρέατος, βόειο κρέας, του βοείου
Τυχαίες λέξεις
Работать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εργάζομαι, πηγαίνω, δουλεύω, εργασία, τρέχω, λειτουργώ, συμπεριφέρομαι, εγχειρίζω, δουλειά, κάνω, έργο, εργασίας, εργασίες
Μεταφράσεις: εργάζομαι, πηγαίνω, δουλεύω, εργασία, τρέχω, λειτουργώ, συμπεριφέρομαι, εγχειρίζω, δουλειά, κάνω, έργο, εργασίας, εργασίες