Радикальность στα ελληνικά
Μετάφραση: радикальность, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ριζικός, ριζοσπαστικές ιδέες, ριζοσπαστισμού, ριζοσπαστισμό, ριζοσπαστισμός, τον ριζοσπαστισμό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- анонимность στα ελληνικά - ανωνυμία, ανωνυμίας, την ανωνυμία, η ανωνυμία, της ανωνυμίας
- атрофироваться στα ελληνικά - ατροφία, ατροφίας, ατροφία του, ατροφία των, την ατροφία
- богословский στα ελληνικά - θεολογικός, θεολογική, θεολογικές, θεολογικό, θεολογικά
- впрягать στα ελληνικά - ιπποσκευή, καλωδίωση, λουρί, καλωδίωσης, πλεξούδα, πλεξούδας
Τυχαίες λέξεις
Радикальность στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ριζικός, ριζοσπαστικές ιδέες, ριζοσπαστισμού, ριζοσπαστισμό, ριζοσπαστισμός, τον ριζοσπαστισμό
Μεταφράσεις: ριζικός, ριζοσπαστικές ιδέες, ριζοσπαστισμού, ριζοσπαστισμό, ριζοσπαστισμός, τον ριζοσπαστισμό