Разбогатеть στα ελληνικά
Μετάφραση: разбогатеть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επενδύω, γραμμή, αυξάνομαι, παρατάσσω, ρυτίδα, μεγαλώνω, κάνει μια περιουσία, να κάνει μια περιουσία, κάνετε μια περιουσία, κάνει μια τύχη, κάνετε μια τύχη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- архитектоника στα ελληνικά - αρχιτεκτονικής
- гигроскопический στα ελληνικά - απορροφητικός, υγροσκοπικός, υγροσκοπικό, υγροσκοπική, υγροσκοπικά, υγροσκοπικού
- гоготанье στα ελληνικά - κακαρίζω, φλυαρία, γελώ, κακαρίσματα, κακάρισμα, κακάρισμά
- голубоватый στα ελληνικά - υποκύανος, μπλε, γαλαζωπό, γαλαζωπή, κυανωπό
Τυχαίες λέξεις
Разбогатеть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επενδύω, γραμμή, αυξάνομαι, παρατάσσω, ρυτίδα, μεγαλώνω, κάνει μια περιουσία, να κάνει μια περιουσία, κάνετε μια περιουσία, κάνει μια τύχη, κάνετε μια τύχη
Μεταφράσεις: επενδύω, γραμμή, αυξάνομαι, παρατάσσω, ρυτίδα, μεγαλώνω, κάνει μια περιουσία, να κάνει μια περιουσία, κάνετε μια περιουσία, κάνει μια τύχη, κάνετε μια τύχη