Разваливающийся στα ελληνικά
Μετάφραση: разваливающийся, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρελούτσικος, τρελός, ετοιμόρροπος, ετοιμόρροπο, ετοιμόρροπες, ετοιμόρροπη, ετοιμόρροπα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- амальгамировать στα ελληνικά - ενώνω, συγχωνεύω, ασημένιος, ασημί, αμαλγάμω, συγχωνεύσει, συνενώσει, ...
- бездоходный στα ελληνικά - ασύμφορη, μη κερδοφόρων, μη αποδοτικών, μη κερδοφόρες, ασύμφορες
- всемеро στα ελληνικά - επτάπλους, επταπλά, επταπλής, εφταπλή, επταπλές
- выколупывать στα ελληνικά - μαζεύω, κασμάς, συλλέγω, vykolupyvat
Τυχαίες λέξεις
Разваливающийся στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρελούτσικος, τρελός, ετοιμόρροπος, ετοιμόρροπο, ετοιμόρροπες, ετοιμόρροπη, ετοιμόρροπα
Μεταφράσεις: τρελούτσικος, τρελός, ετοιμόρροπος, ετοιμόρροπο, ετοιμόρροπες, ετοιμόρροπη, ετοιμόρροπα