Развивать στα ελληνικά
Μετάφραση: развивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξελίσσομαι, φουσκώνω, ακολουθώ, ξεκουράζομαι, αναπτύσσω, αναπτύσσομαι, χαλαρώνω, διευρύνω, διαστέλλω, καλλιεργώ, σκαλίζω, επεκτείνω, αναπτύξουν, να αναπτύξουν, αναπτύξει, να αναπτύξει, αναπτύσσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- атлетический στα ελληνικά - αθλητικός, αθλητικές, αθλητικό, αθλητική, αθλητικά
- внятный στα ελληνικά - σημαντικός, εναργής, εκφραστικός, έκδηλος, ρητός, διαυγής, εμφατικός, ...
- второпях στα ελληνικά - άρον άρον, σε μια βιασύνη, σε μια βιασύνη για, στα γρήγορα, βιαστικά
- древность στα ελληνικά - αρχαιότητα, την αρχαιότητα, αρχαιότητας, αρχαία
Τυχαίες λέξεις
Развивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξελίσσομαι, φουσκώνω, ακολουθώ, ξεκουράζομαι, αναπτύσσω, αναπτύσσομαι, χαλαρώνω, διευρύνω, διαστέλλω, καλλιεργώ, σκαλίζω, επεκτείνω, αναπτύξουν, να αναπτύξουν, αναπτύξει, να αναπτύξει, αναπτύσσουν
Μεταφράσεις: εξελίσσομαι, φουσκώνω, ακολουθώ, ξεκουράζομαι, αναπτύσσω, αναπτύσσομαι, χαλαρώνω, διευρύνω, διαστέλλω, καλλιεργώ, σκαλίζω, επεκτείνω, αναπτύξουν, να αναπτύξουν, αναπτύξει, να αναπτύξει, αναπτύσσουν