Разложившийся στα ελληνικά
Μετάφραση: разложившийся, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαπρός, σαθρός, σαπισμένος, χάλια, αποσύνθεση, αποσυντίθεται, αποσυντεθεί, αποσυντέθηκε, αποσυντίθενται
Μεταφράσεις
- автократия στα ελληνικά - αυτοκρατορία, απολυταρχία, απολυταρχίας, μονοκρατορία, αυταρχισμό, την απολυταρχία
- бега στα ελληνικά - τρέξιμο, λειτουργία, λειτουργίας, τρέχει, διεξαγωγή
- вольнонаемный στα ελληνικά - πολίτης, πολιτικός, μη στρατιωτικών, άμαχου, μη στρατιωτικής
- даться στα ελληνικά - αφήνω, επιτρέπω, να δοθεί, πρέπει να δοθεί, που πρέπει να δοθεί, που πρέπει να παρέχονται, πρέπει να παρέχονται
Τυχαίες λέξεις
Разложившийся στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαπρός, σαθρός, σαπισμένος, χάλια, αποσύνθεση, αποσυντίθεται, αποσυντεθεί, αποσυντέθηκε, αποσυντίθενται
Μεταφράσεις: σαπρός, σαθρός, σαπισμένος, χάλια, αποσύνθεση, αποσυντίθεται, αποσυντεθεί, αποσυντέθηκε, αποσυντίθενται