Разыскивать στα ελληνικά
Μετάφραση: разыскивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανεύρεση, κοιτάζω, βλέμμα, βρίσκω, ψάχνω, εύρημα, φαίνομαι, πρόσκοπος, ανιχνευτής, εμφάνιση, αναζητώ, ανιχνεύω, έρευνα, Αναζήτηση, αναζήτησης, Η αναζήτηση, αναζήτησή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аллювиальный στα ελληνικά - επιφανειακός, προσχωματικός, ρηχός, επιπόλαιος, προσχωσιγενή, αλλουβιακές, προσχωσιγενείς, ...
- беспокоящий στα ελληνικά - ενοχλητικό, ανησυχητικό, ανησυχητική, ενοχλητική, ανησυχητικά
- вдавливающийся στα ελληνικά - βαθούλωμα, Dent, ΟΔΟΝΤ, Ντεντ, το Dent
- детерминизм στα ελληνικά - αιτιοκρατία, ντετερμινισμού, ντετερμινισμό, ντετερμινισμός, αιτιοκρατίας
Τυχαίες λέξεις
Разыскивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανεύρεση, κοιτάζω, βλέμμα, βρίσκω, ψάχνω, εύρημα, φαίνομαι, πρόσκοπος, ανιχνευτής, εμφάνιση, αναζητώ, ανιχνεύω, έρευνα, Αναζήτηση, αναζήτησης, Η αναζήτηση, αναζήτησή
Μεταφράσεις: ανεύρεση, κοιτάζω, βλέμμα, βρίσκω, ψάχνω, εύρημα, φαίνομαι, πρόσκοπος, ανιχνευτής, εμφάνιση, αναζητώ, ανιχνεύω, έρευνα, Αναζήτηση, αναζήτησης, Η αναζήτηση, αναζήτησή