Расплачиваться στα ελληνικά
Μετάφραση: расплачиваться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πληρωμή, πληρώνω, υπολογίζω, πλατεία, τετράγωνο, εξοφλήσει, πληρώσει μακριά, την αποπληρωμή, να πληρώσει μακριά, πληρώσετε μακριά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- авторский στα ελληνικά - συγγραφέα, συντάκτη, δημιουργού, του συγγραφέα, συγγραφέως
- бережливо στα ελληνικά - φειδώ, λιτά, με φειδώ, frugally, ολιγαρκώς
- выпалывать στα ελληνικά - ζιζάνιο, αγριόχορτο, ζιζανίων, των ζιζανίων, ζιζανίου
- дыба στα ελληνικά - μέγγενη, βασανιστήριο, ράφι, σχάρα, rack, βασανίσει, ραφιών
Τυχαίες λέξεις
Расплачиваться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πληρωμή, πληρώνω, υπολογίζω, πλατεία, τετράγωνο, εξοφλήσει, πληρώσει μακριά, την αποπληρωμή, να πληρώσει μακριά, πληρώσετε μακριά
Μεταφράσεις: πληρωμή, πληρώνω, υπολογίζω, πλατεία, τετράγωνο, εξοφλήσει, πληρώσει μακριά, την αποπληρωμή, να πληρώσει μακριά, πληρώσετε μακριά