Распрямлять στα ελληνικά

Μετάφραση: распрямлять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λίμπρα, λίβρα, κοπανίζω, μάντρα, σφυροκοπήσει, διανοιχθούν
Распрямлять στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вентилирование στα ελληνικά - εξαερισμός, αερισμός, αερισμού, αερισμό, ο αερισμός
  • воздвижение στα ελληνικά - ανέγερση, πλαίσιο, σώμα, κατασκευή, πλαισιώνω, σκελετός, εξύψωση, ...
  • вширь στα ελληνικά - broadwise
  • диагност στα ελληνικά - ιατρός ειδικός για διαγνώσεις, ιατρό, τον τεχνικό, διαγνωστικό ιατρό, διαγνώστη
Τυχαίες λέξεις
Распрямлять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λίμπρα, λίβρα, κοπανίζω, μάντρα, σφυροκοπήσει, διανοιχθούν