Распущенный στα ελληνικά
Μετάφραση: распущенный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χαλαρός, ελαστικός, λάσκος, ανήθικος, ακόλαστος, μπόσικος, έκλυτος, αργοκίνητος, έκφυλος, πόρνους, ελευθέριων, ακόλαστη, ελευθέριος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аргус στα ελληνικά - αμφιλεγόμενος, ερειστικός, Argus, Άργος, το Argus, Άργους
- атомность στα ελληνικά - ατομικότητα, ατομικότητας, την ατομικότητα, η ατομικότητα, της ατομικότητας
- вскормить στα ελληνικά - σηκώνω, αναστηλώνω, υψώνω, ανατρέφω, καλλιεργώ, τρέφω, θρέφουν, ...
- дуоденальный στα ελληνικά - δωδεκαδακτύλου, δωδεκαδάκτυλου, δωδεκαδακτυλικό, δωδεκαδακτυλικού, δωδεκαδακτυλικών
Τυχαίες λέξεις
Распущенный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χαλαρός, ελαστικός, λάσκος, ανήθικος, ακόλαστος, μπόσικος, έκλυτος, αργοκίνητος, έκφυλος, πόρνους, ελευθέριων, ακόλαστη, ελευθέριος
Μεταφράσεις: χαλαρός, ελαστικός, λάσκος, ανήθικος, ακόλαστος, μπόσικος, έκλυτος, αργοκίνητος, έκφυλος, πόρνους, ελευθέριων, ακόλαστη, ελευθέριος