Расстреливать στα ελληνικά
Μετάφραση: расстреливать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βλαστός, εκτινάσσω, πυροβολώ, πυροβολήσει, πυροβολούν, σουτ, πυροβολήσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- возмущаться στα ελληνικά - κόψιμο, κόβω, κοπή, δυσανασχετούν, δυσφορούν, αγανακτούν, δυσανασχετούν με, ...
- вояка στα ελληνικά - πολεμιστής, πετεινός, κόκορας, στρατιώτης, μαχητής, μαχητή, μαχητικό, ...
- высокогорный στα ελληνικά - βουνό, βουνού, στο βουνό, ορεινές, ορεινό
- евразиец στα ελληνικά - Ευρασίας, της Ευρασίας, ευρασιατική, ευρασιατικών, Ευρασιατικές
Τυχαίες λέξεις
Расстреливать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βλαστός, εκτινάσσω, πυροβολώ, πυροβολήσει, πυροβολούν, σουτ, πυροβολήσουν
Μεταφράσεις: βλαστός, εκτινάσσω, πυροβολώ, πυροβολήσει, πυροβολούν, σουτ, πυροβολήσουν