Растревожить στα ελληνικά
Μετάφραση: растревожить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρομάζω, συναγερμός, διαταράσσουν, διαταράξει, ενοχλούν, διαταράξουν, ενοχλεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- азия στα ελληνικά - Ασία, Ασίας, την Ασία, asia, της Ασίας
- байкал στα ελληνικά - Baikal, Βαϊκάλη, Βαϊκάλης, Μπαικάλ, της Βαϊκάλης
- важный στα ελληνικά - μεγάλος, σεμνοπρεπής, καίριος, αξιόλογος, ουσιαστικός, τύμβος, βαρυσήμαντος, ...
- дерганый στα ελληνικά - antsy
Τυχαίες λέξεις
Растревожить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρομάζω, συναγερμός, διαταράσσουν, διαταράξει, ενοχλούν, διαταράξουν, ενοχλεί
Μεταφράσεις: τρομάζω, συναγερμός, διαταράσσουν, διαταράξει, ενοχλούν, διαταράξουν, ενοχλεί