Растягивать στα ελληνικά

Μετάφραση: растягивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στραμπουλίζω, τεζάρω, τεντώνω, ζόρι, διηθώ, διαστέλλω, τεντώνομαι, φουσκώνω, απλωσιά, διευρύνω, επεκτείνω, εκτείνομαι, τραβώ, τράβηγμα, απλώνομαι, εκτείνω, τέντωμα, έκταση, τεντώστε, stretch, επιμήκυνση
Растягивать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • атомность στα ελληνικά - ατομικότητα, ατομικότητας, την ατομικότητα, η ατομικότητα, της ατομικότητας
  • выравнивать στα ελληνικά - ισοπεδώνω, σωστός, ακόμα, ίσος, λείος, δικαίωμα, δεξιός, ...
  • где-то στα ελληνικά - κάπου, κάποιο, σε κάποιο
  • горячо στα ελληνικά - είναι ζεστό;, έχει ζέστη
Τυχαίες λέξεις
Растягивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στραμπουλίζω, τεζάρω, τεντώνω, ζόρι, διηθώ, διαστέλλω, τεντώνομαι, φουσκώνω, απλωσιά, διευρύνω, επεκτείνω, εκτείνομαι, τραβώ, τράβηγμα, απλώνομαι, εκτείνω, τέντωμα, έκταση, τεντώστε, stretch, επιμήκυνση