Растяжимый στα ελληνικά

Μετάφραση: растяжимый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διασταλτός, επεκτάσιμη, επεκτάσιμο, εκτατό, εκτατά, εκτάσιμο
Растяжимый στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • богатый στα ελληνικά - διαχυτικός, πλούσιος, γεμάτος, αδρός, ολικός, μεστός, ψηλός, ...
  • говор στα ελληνικά - γκρινιάζω, τόνος, ήχος, βουίζω, μιλώ, γερός, ομιλία, ...
  • городской στα ελληνικά - αστικός, δημοτικός, πόλη, πόλης, της πόλης, την πόλη
  • джаггернаут στα ελληνικά - τριαξονικό, juggernaut, μεγαθήριο, κολοσσό, λαίλαπας
Τυχαίες λέξεις
Растяжимый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διασταλτός, επεκτάσιμη, επεκτάσιμο, εκτατό, εκτατά, εκτάσιμο