Растяжимый στα ελληνικά
Μετάφραση: растяжимый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διασταλτός, επεκτάσιμη, επεκτάσιμο, εκτατό, εκτατά, εκτάσιμο
![Растяжимый στα ελληνικά Растяжимый στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-ru-gr-33124.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- богатый στα ελληνικά - διαχυτικός, πλούσιος, γεμάτος, αδρός, ολικός, μεστός, ψηλός, ...
- говор στα ελληνικά - γκρινιάζω, τόνος, ήχος, βουίζω, μιλώ, γερός, ομιλία, ...
- городской στα ελληνικά - αστικός, δημοτικός, πόλη, πόλης, της πόλης, την πόλη
- джаггернаут στα ελληνικά - τριαξονικό, juggernaut, μεγαθήριο, κολοσσό, λαίλαπας
Τυχαίες λέξεις
Растяжимый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διασταλτός, επεκτάσιμη, επεκτάσιμο, εκτατό, εκτατά, εκτάσιμο
Μεταφράσεις: διασταλτός, επεκτάσιμη, επεκτάσιμο, εκτατό, εκτατά, εκτάσιμο