Διασταλτός στα ρωσικά

Μετάφραση: διασταλτός, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
растяжимый, безразмерный, расширяющийся
Διασταλτός στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διασταλτός

διασταλτός λεξικό γλώσσας ρωσικά, διασταλτός στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • διασπώ στα ρωσικά - расстраивать, развлекать, отвлекать, рассеивать, смущать, раскалываться, отрываться, ...
  • διαστέλλω στα ρωσικά - развивать, распространяться, распространять, раскидывать, расширяться, распространить, расширить, ...
  • διασταύρωση στα ρωσικά - соединение, перекресток, сплетение, коалиция, слияние, распутье, связь, ...
  • διαστολή στα ρωσικά - рост, протяжение, раскатка, расширение, увеличение, развальцовка, разложение, ...
Τυχαίες λέξεις
Διασταλτός στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: растяжимый, безразмерный, расширяющийся