Расценивать στα ελληνικά

Μετάφραση: расценивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπολογίζω, εκτιμώ, παραθέτω, αξιολογώ, τιμή, καθορίζω, αναλογία, μνημονεύω, θεωρούνται, θεωρείται, θεωρηθεί, θεωρείται ότι, θεωρηθούν
Расценивать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • авторизованный στα ελληνικά - εξουσιοδοτημένο, εξουσιοδοτημένος, επιτρέπεται, εξουσιοδότησε, εγκριθεί
  • воспроизводящий στα ελληνικά - αναπαραγωγής, αναπαραγωγή, αναπαραγωγής του, την αναπαραγωγή, αναπαράγουν
  • выровняться στα ελληνικά - φόρεμα, ντύνομαι, ντύνω, αναπτύσσω, σωστός, δεξιός, αναπτύσσομαι, ...
  • епископ στα ελληνικά - επίσκοπος, επισκόπου, επίσκοπο, Bishop, ο Επίσκοπος
Τυχαίες λέξεις
Расценивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπολογίζω, εκτιμώ, παραθέτω, αξιολογώ, τιμή, καθορίζω, αναλογία, μνημονεύω, θεωρούνται, θεωρείται, θεωρηθεί, θεωρείται ότι, θεωρηθούν