Ратовать στα ελληνικά

Μετάφραση: ратовать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταπολεμώ, μάχομαι, μάχη, συνήγορος, εισαγγελέα, εισαγγελέας, υπέρμαχος, υποστηρικτής
Ратовать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • балкон στα ελληνικά - θεωρείο, βεράντα, πινακοθήκη, οικογένεια, μπαλκόνι, μπαλκόνι με, το μπαλκόνι, ...
  • баркас στα ελληνικά - εκτοξεύω, καθελκύω, εξαπολύω, μεγαλύτερα λέμβος πλοίου, Longboat, λέμβος πλοίου
  • варваризм στα ελληνικά - βαρβαρισμός, βαρβαρότητα, βαρβαρότητας, τη βαρβαρότητα, η βαρβαρότητα
  • выправляться στα ελληνικά - δικαίωμα, αρμόζω, σωστός, δεξιός, γίνομαι, ισιώνω, ισιώσει, ...
Τυχαίες λέξεις
Ратовать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταπολεμώ, μάχομαι, μάχη, συνήγορος, εισαγγελέα, εισαγγελέας, υπέρμαχος, υποστηρικτής