Ремонтировать στα ελληνικά

Μετάφραση: ремонтировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επισκευή, επισκευάζω, ανακαινίζω, αποκαθιστώ, επισκευής, την επισκευή, επιδιόρθωση, επιδιόρθωσης
Ремонтировать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вискоза στα ελληνικά - βισκόζη, βισκόζης, βισκόζ, viscose, από βισκόζη
  • выгодный στα ελληνικά - επικερδής, πλεονεκτικός, άνετος, εύκολος, επωφελής, ευεργετικός, ωφέλιμος, ...
  • вынести στα ελληνικά - αντέχω, λαμβάνω, υπομένω, αποκτώ, εμμένω, παίρνω, απορροφώ, ...
  • гнушаться στα ελληνικά - έχε, έχω, αποφεύγω, Shun, αποφεύγουν, των shun, αποφεύγει
Τυχαίες λέξεις
Ремонтировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επισκευή, επισκευάζω, ανακαινίζω, αποκαθιστώ, επισκευής, την επισκευή, επιδιόρθωση, επιδιόρθωσης