Решить στα ελληνικά

Μετάφραση: решить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συμπεραίνομαι, καταλήγω, διευθετώ, καθορίζω, κανονίζω, τελειώνω, προσδιορίζω, υπολογίζω, αποδεσμεύω, εγκαθίσταμαι, λύνω, αποφασίζω, συμπεραίνω, λύσει, επίλυση, να λύσει, την επίλυση, λύσουν
Решить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бизнес στα ελληνικά - δουλειές, υπόθεση, δουλειά, επιχείρηση, την επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, ...
  • боезапас στα ελληνικά - πυρομαχικά, πυρομαχικών, των πυρομαχικών, τα πυρομαχικά, πολεμοφόδια
  • бьется στα ελληνικά - κτυπά, beats, παλμούς, κτύπους, χτύπους
  • дарохранительница στα ελληνικά - σκηνή, σκηνης, σκηνήν, αρτοφόριο, σκηνή της μαρτυρίας
Τυχαίες λέξεις
Решить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συμπεραίνομαι, καταλήγω, διευθετώ, καθορίζω, κανονίζω, τελειώνω, προσδιορίζω, υπολογίζω, αποδεσμεύω, εγκαθίσταμαι, λύνω, αποφασίζω, συμπεραίνω, λύσει, επίλυση, να λύσει, την επίλυση, λύσουν