Рисовальщик στα ελληνικά
Μετάφραση: рисовальщик, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σχεδιαστής, καλλιτέχνης, συρτάρι, ζωγραφιά, συντάκτης, Ο συντάκτης, συντάκτη γνωμοδότησης, συντάκτη γνωμοδότησης τον, συντάκτρια
Μεταφράσεις
- анархизм στα ελληνικά - αναρχισμός, αναρχισμού, αναρχισμό, ο αναρχισμός, τον αναρχισμό
- афазия στα ελληνικά - αφασία, αφασίας, την αφασία, η αφασία, της αφασίας
- ветрогонный στα ελληνικά - διαλύων τα αέρια του στομάχου, διαλύων τα αέρια, διαλύων τα αέρια του, carminative, άφυσο
- внутриглазной στα ελληνικά - ενδοφθάλμια, ενδοφθάλμιας, ενδοφθάλμιο, της ενδοφθάλμιας, ενδοφθάλμιος
Τυχαίες λέξεις
Рисовальщик στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σχεδιαστής, καλλιτέχνης, συρτάρι, ζωγραφιά, συντάκτης, Ο συντάκτης, συντάκτη γνωμοδότησης, συντάκτη γνωμοδότησης τον, συντάκτρια
Μεταφράσεις: σχεδιαστής, καλλιτέχνης, συρτάρι, ζωγραφιά, συντάκτης, Ο συντάκτης, συντάκτη γνωμοδότησης, συντάκτη γνωμοδότησης τον, συντάκτρια