Συρτάρι στα ρωσικά

Μετάφραση: συρτάρι, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
рисовальщик, трассант, чертежник, ящик, трассат, выдвижной ящик, ящика, лоток, отсек
Συρτάρι στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συρτάρι

συρτάρι που πιτσικάρει, συρτάρι καφέ, συρτάρι ονειροκρίτης, συρτάρι ταμειακής, συρτάρι στα αγγλικά, συρτάρι λεξικό γλώσσας ρωσικά, συρτάρι στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • συρρικνώνομαι στα ρωσικά - уменьшиться, сокращаться, сбавлять, сократить, уклоняться, сокращать, рассыхаться, ...
  • συρροή στα ρωσικά - коллекция, довольство, благодать, накопление, груда, нарастание, обилие, ...
  • συσκέπτομαι στα ρωσικά - приговаривать, сравни, присудить, награждать, дать, даровать, надавать, ...
  • συσκευάζω στα ρωσικά - заполнить, паковать, группа, запаковывать, пакет, переполнить, законсервировать, ...
Τυχαίες λέξεις
Συρτάρι στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: рисовальщик, трассант, чертежник, ящик, трассат, выдвижной ящик, ящика, лоток, отсек