Рукавчик στα ελληνικά
Μετάφραση: рукавчик, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μανικέτι, μανσέτα, σφαλιάρα, περιχειρίδα, ρεβέρ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- восьмушка στα ελληνικά - όγδοα, ογδόων, eighths, τρία όγδοα, συν τρία όγδοα
- вступление στα ελληνικά - εισαγωγή, προσχώρηση, μύηση, απόκτημα, λήμμα, πρόλογος, υπόθεση, ...
- вуаль στα ελληνικά - καταχνιά, ομίχλη, πέπλος, αχλή, πέπλο, πέπλου, το πέπλο, ...
- двугранный στα ελληνικά - δίεδρος, δίεδρες, δίεδρου, δίεδρο, δίεδρη
Τυχαίες λέξεις
Рукавчик στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μανικέτι, μανσέτα, σφαλιάρα, περιχειρίδα, ρεβέρ
Μεταφράσεις: μανικέτι, μανσέτα, σφαλιάρα, περιχειρίδα, ρεβέρ