Рукоплескать στα ελληνικά
Μετάφραση: рукоплескать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κροτώ, πιτσιλίζω, χαϊδεύω, επευφημώ, κράζω, καμποτίνος, πλατσουρίζω, χειροκροτώ, χαστούκι, ραπίζω, πιτσιλάω, επικροτώ, χειροκροτήσουν, επικροτήσω, επικροτούμε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- афинский στα ελληνικά - Αθηναίος, Αθηναϊκή, Αθηναϊκής, αθηναϊκό, αθηναϊκού
- блажной στα ελληνικά - αλλοπρόσαλλος, Blazhnov
- вдохнуть στα ελληνικά - αναπνέω, εισπνέω, να αναπνεύσει, για να αναπνεύσει, να αναπνεύσουν, να αναπνέει, να αναπνέουν
- должный στα ελληνικά - πρέπων, σωστός, καθωσπρέπει, ευπρεπής, απαιτούμενος, λόγω, οφείλεται, ...
Τυχαίες λέξεις
Рукоплескать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κροτώ, πιτσιλίζω, χαϊδεύω, επευφημώ, κράζω, καμποτίνος, πλατσουρίζω, χειροκροτώ, χαστούκι, ραπίζω, πιτσιλάω, επικροτώ, χειροκροτήσουν, επικροτήσω, επικροτούμε
Μεταφράσεις: κροτώ, πιτσιλίζω, χαϊδεύω, επευφημώ, κράζω, καμποτίνος, πλατσουρίζω, χειροκροτώ, χαστούκι, ραπίζω, πιτσιλάω, επικροτώ, χειροκροτήσουν, επικροτήσω, επικροτούμε