Рядок στα ελληνικά
Μετάφραση: рядок, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χτενίζω, χτένα, σειρά, Row, σειράς, Η σειρά, γραμμής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- авторитарный στα ελληνικά - απολυταρχικός, αυταρχική, αυταρχικό, αυταρχικά, αυταρχικών
- анахронический στα ελληνικά - αναχρονιστικός, αναχρονιστική, αναχρονιστικό, αναχρονιστικές, αναχρονιστικών
- вероятие στα ελληνικά - πιθανότητα, κίνδυνος, κινδύνου, πιθανότητας, ενδεχόμενο
- выспрашивать στα ελληνικά - τρόμπα, φουσκώνω, αντλία, αντλία έξω, αποστραγγίζεται, αντλήσει από, αντλούν, ...
Τυχαίες λέξεις
Рядок στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χτενίζω, χτένα, σειρά, Row, σειράς, Η σειρά, γραμμής
Μεταφράσεις: χτενίζω, χτένα, σειρά, Row, σειράς, Η σειρά, γραμμής