С στα ελληνικά
Μετάφραση: с, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
με, μαζί, με το, με την, με τις, με τα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- волынить στα ελληνικά - λάσκος, σημαίνω, χαλαρός, καθυστέρηση, βαθμός, αργοκίνητος, σημειώνω, ...
- гнутый στα ελληνικά - κυρτός, κάμπριο, cabriole, cabriole τα
- доброхот στα ελληνικά - Dobrokhotov
- завзятый στα ελληνικά - αυθεντικός, κατασταλαγμένος, ενθουσιασμένος, γνήσιος, αληθής, μανιώδης, παλαιός, ...
Τυχαίες λέξεις
С στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: με, μαζί, με το, με την, με τις, με τα
Μεταφράσεις: με, μαζί, με το, με την, με τις, με τα