Сало στα ελληνικά

Μετάφραση: сало, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χόνδρος, λαρδί, λίπος, χοντρός, βόρβορος, γράσο, λιπαντικό, λίπους, λιπαρά, λιπαρές ουσίες, το λίπος
Сало στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • амбра στα ελληνικά - αμπάρο, ambergris, αμπερι, αμπέρι, αμπεριού
  • выделяться στα ελληνικά - διαπρέπω, υπερακοντίζω, ξεχωρίζουν, ξεχωρίζει, να ξεχωρίζει, ξεχωρίσει, διακρίνονται
  • готовить στα ελληνικά - εκπαιδεύω, προκρίνομαι, κάνω, αμαξοστοιχία, μάγειρας, τρένο, μαγειρεύω, ...
  • досмотр στα ελληνικά - ανασκόπηση, έρευνα, συγκεντρώνω, επιτήρηση, επίβλεψη, μελέτη, αναζήτηση, ...
Τυχαίες λέξεις
Сало στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χόνδρος, λαρδί, λίπος, χοντρός, βόρβορος, γράσο, λιπαντικό, λίπους, λιπαρά, λιπαρές ουσίες, το λίπος