Самоочевидный στα ελληνικά
Μετάφραση: самоочевидный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αξιωματικός, αυταπόδεικτος, αυτονόητος, αυτονόητο, αυτονόητη, προφανές, αυτονόητα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- водораздел στα ελληνικά - χωρίζω, διαιρώ, κορυφογραμμή, εξοπλίζω, στήνω, διχάζω, υδροκρίτη, ...
- вышестоящий στα ελληνικά - βαθμός, κατατάσσω, βαθμολογώ, βαθμίδα, υψηλότερη, υψηλότερες, υψηλότερο, ...
- данила στα ελληνικά - Danila, Ο Danila, τον Danila, στον Danila, Ντανίλα
- девонширский στα ελληνικά - Devonian, Δεβόνιας περιόδου, της Δεβόνιας περιόδου, Δεβόνιας, Δεβόνια
Τυχαίες λέξεις
Самоочевидный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αξιωματικός, αυταπόδεικτος, αυτονόητος, αυτονόητο, αυτονόητη, προφανές, αυτονόητα
Μεταφράσεις: αξιωματικός, αυταπόδεικτος, αυτονόητος, αυτονόητο, αυτονόητη, προφανές, αυτονόητα