Αυταπόδεικτος στα ρωσικά
Μετάφραση: αυταπόδεικτος, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
самоочевидный, аксиоматической
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυταπόδεικτος
αυταπόδεικτος λεξικό γλώσσας ρωσικά, αυταπόδεικτος στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- αυτήν στα ρωσικά - ее, ей, она, ней, нее
- αυτί στα ρωσικά - ушко, ручка, колос, ухо, слух, дужка, початок, ...
- αυταρέσκεια στα ρωσικά - самодовольство, удовлетворенность, благодушие, успокоенность, самоуспокоенность, самоуспокоение, самодовольства, ...
- αυταρχικός στα ρωσικά - категорический, бдительный, пристальный, мощный, императивный, начальнический, настоятельный, ...
Τυχαίες λέξεις
Αυταπόδεικτος στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: самоочевидный, аксиоматической
Μεταφράσεις: самоочевидный, аксиоматической