Самородный στα ελληνικά

Μετάφραση: самородный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γνήσιος, ντόπιος, παρθένα, ιθαγενής, παρθένος, ατόφιος, πρωτότυπος, μητρική, φυσική, φυσικής, φυσικού
Самородный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • безоговорочно στα ελληνικά - άνευ όρων, ανεπιφύλακτα, χωρίς όρους, ανεπιφύλακτη
  • безразмерный στα ελληνικά - διασταλτός, αδιάστατος, αδιάστατη, αδιάστατοι, αδιάστατες, αδιάστατο
  • деспотический στα ελληνικά - δεσποτικός, αυθαίρετος, καταπιεστικός, αδέξιος, αυτοκρατορικός, αυταρχικός, δεσποτική, ...
  • дешифрирование στα ελληνικά - ερμηνεία, ερμηνείας, την ερμηνεία, διερμηνεία, διερμηνείας
Τυχαίες λέξεις
Самородный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γνήσιος, ντόπιος, παρθένα, ιθαγενής, παρθένος, ατόφιος, πρωτότυπος, μητρική, φυσική, φυσικής, φυσικού