Самостоятельно στα ελληνικά

Μετάφραση: самостоятельно, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τελείως, όλα, όλος, απολύτως, όλες, ανεξάρτητα, ανεξαρτήτως, ανεξάρτητο, ανεξάρτητη
Самостоятельно στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • биметаллизм στα ελληνικά - διμεταλλισμό, το διμεταλλισμό, τον διμεταλλισμό, διμεταλλισμού
  • дзанни στα ελληνικά - παλαβός, Ζαννή, Ζαννής, Zanni, Το Zanni, Ζάννη
  • жеребец στα ελληνικά - επιβήτορας, επιβήτορα, επιβήτωρ, επιβητόρων, επιβήτορα ίππο
  • живость στα ελληνικά - ευστροφία, σφρίγος, ισόβιος, ζωντάνια, προθυμία, γρηγοράδα, αναπηδώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Самостоятельно στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τελείως, όλα, όλος, απολύτως, όλες, ανεξάρτητα, ανεξαρτήτως, ανεξάρτητο, ανεξάρτητη