Самоуправляющийся στα ελληνικά
Μετάφραση: самоуправляющийся, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυτόνομος, δημοτικός, αυτοδιοικούμενο, αυτοδιαχείριση, αυτοδιοικούμενη, αυτεξούσια, αυτοδιοικούμενες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бить στα ελληνικά - χτυπώ, βαρώ, τρέμω, διάλειμμα, κοπανίζω, σφαίρα, τιμωρώ, ...
- гондурасский στα ελληνικά - Ονδούρας, Ονδούρα, της Ονδούρας, Honduran
- дезавуировать στα ελληνικά - αποκηρύσσω, αποκηρύττω, αρνούμαι, αποκηρύξει, αποκηρύσσουν, αποκηρύξετε
- жадеит στα ελληνικά - νεφρίτης, νεφρίτη, jade, από νεφρίτη
Τυχαίες λέξεις
Самоуправляющийся στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυτόνομος, δημοτικός, αυτοδιοικούμενο, αυτοδιαχείριση, αυτοδιοικούμενη, αυτεξούσια, αυτοδιοικούμενες
Μεταφράσεις: αυτόνομος, δημοτικός, αυτοδιοικούμενο, αυτοδιαχείριση, αυτοδιοικούμενη, αυτεξούσια, αυτοδιοικούμενες