Αυτόνομος στα ρωσικά
Μετάφραση: αυτόνομος, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
автономный, самоуправляющийся, независимый, автономной, автономная, автономным, автономное
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυτόνομος
αυτόνομος συνώνυμα, αυτόνομος λέβητας φυσικού αερίου, αυτόνομος πυρανιχνευτής, αυτόνομος μαρξισμός, αυτόνομοσ σταφιδικόσ οργανισμόσ, αυτόνομος λεξικό γλώσσας ρωσικά, αυτόνομος στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- αυτόματο στα ρωσικά - автомат, автопилот, автоматический, самодействующий, парабеллум, самострельный, автоматическая, ...
- αυτόν στα ρωσικά - его, ему, он, него, ним
- αυτός στα ρωσικά - данный, нынешний, он, ему, его, что он
- αυχένας στα ρωσικά - ножка, суживаться, горловина, ник, нэк, шейка, горлышко, ...
Τυχαίες λέξεις
Αυτόνομος στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: автономный, самоуправляющийся, независимый, автономной, автономная, автономным, автономное
Μεταφράσεις: автономный, самоуправляющийся, независимый, автономной, автономная, автономным, автономное