Санкционировать στα ελληνικά
Μετάφραση: санкционировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εγκρίνω, κύρωση, συγκατάθεση, επιβεβαιώνω, επιδοκιμάζω, διαβεβαιώνω, επικυρώνω, να επιτρέψει, να εγκρίνει, εξουσιοδοτήσει, επιτρέπουν, να επιτρέπουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- атлас στα ελληνικά - σατέν, άτλας, Atlas, άτλαντα, άτλαντας, άτλαντος
- великодушие στα ελληνικά - φιλανθρωπία, μεγαλοψυχία, αριστοκρατία, γενναιοδωρία, καλοσύνη, καρδιά, τη γενναιοδωρία, ...
- дифференцирование στα ελληνικά - διάκριση, διαφορά, διαφοροποίηση, διαφοροποίησης, τη διαφοροποίηση
- дёрн στα ελληνικά - χλόη, χλοοτάπητα, τύρφη, χλόης, χλοοτάπητας
Τυχαίες λέξεις
Санкционировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εγκρίνω, κύρωση, συγκατάθεση, επιβεβαιώνω, επιδοκιμάζω, διαβεβαιώνω, επικυρώνω, να επιτρέψει, να εγκρίνει, εξουσιοδοτήσει, επιτρέπουν, να επιτρέπουν
Μεταφράσεις: εγκρίνω, κύρωση, συγκατάθεση, επιβεβαιώνω, επιδοκιμάζω, διαβεβαιώνω, επικυρώνω, να επιτρέψει, να εγκρίνει, εξουσιοδοτήσει, επιτρέπουν, να επιτρέπουν