Сапер στα ελληνικά
Μετάφραση: сапер, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μηχανικός, σκαπανέας, μηχανεύομαι, υπονομευτής, Sapper, του σκαπανέα, σκαπανέα
Μεταφράσεις
- асептический στα ελληνικά - στείρος, άγονος, άσηπτη, ασηπτικές, ασηπτική, άσηπτης, άσηπτες
- бельдюга στα ελληνικά - χέλι, χελιού, χελιών, χέλια, του χελιού
- вероятность στα ελληνικά - προαίρεση, θέληση, πιθανότητα, διαθήκη, προσδοκία, πιθανότητας, πιθανοτήτων, ...
- единоверец στα ελληνικά - coreligionist
Τυχαίες λέξεις
Сапер στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μηχανικός, σκαπανέας, μηχανεύομαι, υπονομευτής, Sapper, του σκαπανέα, σκαπανέα
Μεταφράσεις: μηχανικός, σκαπανέας, μηχανεύομαι, υπονομευτής, Sapper, του σκαπανέα, σκαπανέα