Сбивчивость στα ελληνικά

Μετάφραση: сбивчивость, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανακολουθία, ασυνέπεια, ασυνέπειας, αντίφαση, ασυμφωνία
Сбивчивость στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • болезнетворный στα ελληνικά - κακεντρεχής, κακοήθης, παθογόνος, παθογόνων, παθογονικότητας, παθογόνα, παθογόνους
  • бражник στα ελληνικά - γλεντζές, ταραξίας, παλικαράς, γλετζές
  • газ στα ελληνικά - βενζίνη, αέριο, γάζα, αερίου, αερίων, φυσικού αερίου, φυσικό αέριο
  • жалобщик στα ελληνικά - παραπονιάρης, παραπονούμενος, complainer, παραπονιάρικο, παραπονούμενο
Τυχαίες λέξεις
Сбивчивость στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανακολουθία, ασυνέπεια, ασυνέπειας, αντίφαση, ασυμφωνία