Сваливать στα ελληνικά
Μετάφραση: сваливать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρίχνω, ποδοκόπι, αιχμή, πετώ, ρεγάλο, ξεφορτώνομαι, πουρμπουάρ, σκουπιδότοπος, χωματερή, ένδειξης σφαλμάτων, χωματερής, dump
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бесстрастность στα ελληνικά - απάθεια
- выветриваться στα ελληνικά - είμαι, βρίσκομαι, διανύω, διαβρώνοντας, διάβρωση, διάβρωσης, διαβρωτική, ...
- дифтеритный στα ελληνικά - diphtheritic
- жалостливый στα ελληνικά - οικτρός, πονόψυχος, αξιολύπητος, σπλαχνικός, φιλεύσπλαχνος, παρηγορητικής, παρηγορητική, ...
Τυχαίες λέξεις
Сваливать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρίχνω, ποδοκόπι, αιχμή, πετώ, ρεγάλο, ξεφορτώνομαι, πουρμπουάρ, σκουπιδότοπος, χωματερή, ένδειξης σφαλμάτων, χωματερής, dump
Μεταφράσεις: ρίχνω, ποδοκόπι, αιχμή, πετώ, ρεγάλο, ξεφορτώνομαι, πουρμπουάρ, σκουπιδότοπος, χωματερή, ένδειξης σφαλμάτων, χωματερής, dump