Сверлящий στα ελληνικά
Μετάφραση: сверлящий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βαρετός, διαπεραστικός, βαρετό, βαρετή, βαρετά, τρυπώντας, βαρετές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бессердечие στα ελληνικά - απανθρωπιά, σκληρότητα, σκληρότητας, τη σκληρότητα, βαναυσότητα, αγριότητα
- бечева στα ελληνικά - στουπί, σκοινί, καλώδιο, ρυμουλκώ, ρυμούλκηση, ρυμούλκησης, δέσμες, ...
- деревушка στα ελληνικά - χωριουδάκι, Άμλετ, Hamlet, κωμόπολη, τον Άμλετ
- дробильный στα ελληνικά - συντριπτικός, σύνθλιψη, Η σύνθλιψη, Θραύση, Θραυστήρες, σύνθλιψης
Τυχαίες λέξεις
Сверлящий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βαρετός, διαπεραστικός, βαρετό, βαρετή, βαρετά, τρυπώντας, βαρετές
Μεταφράσεις: βαρετός, διαπεραστικός, βαρετό, βαρετή, βαρετά, τρυπώντας, βαρετές