Световой στα ελληνικά

Μετάφραση: световой, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φωτερός, ξανθός, ανάβω, φωτίζω, φως, φωτός, πρίσμα, το φως, βάση
Световой στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • алгебраический στα ελληνικά - αλγεβρικός, αλγεβρικό, αλγεβρική, αλγεβρικών, αλγεβρικές
  • безучастно στα ελληνικά - απαθώς, απάθεια, με απάθεια, απάθεια τους, με απάθεια τους
  • гигиенический στα ελληνικά - υγιεινός, υγιεινής, υγιεινή, υγιεινό, υγιεινές
  • диссидент στα ελληνικά - διαφωνών, αντιφρονούντα, αντιφρονών, αντιφρονούντων, αντιφρονούντος
Τυχαίες λέξεις
Световой στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φωτερός, ξανθός, ανάβω, φωτίζω, φως, φωτός, πρίσμα, το φως, βάση