Светский στα ελληνικά
Μετάφραση: светский, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρονικός, κοσμικός, ξαπλώνω, ευγενικός, εγκόσμιος, στρώνω, τετριμμένος, κοσμική, κοσμικό, κοσμικής, κοσμικού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- былое στα ελληνικά - περασμένος, παρελθόν, πρώην, πρώτη, προηγούμενο, πρώτο, προηγούμενη
- горячее στα ελληνικά - καυτό, καυτός, ζεστό, ζεστού, θερμό
- грузовместимость στα ελληνικά - χωρητικότητα, χωρητικότητας, ποσότητα, τονάζ, κατά τονάζ
- должность στα ελληνικά - σταθμός, συνάντηση, κατάσταση, θέση, τοποθετώ, θώκος, διορισμός, ...
Τυχαίες λέξεις
Светский στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρονικός, κοσμικός, ξαπλώνω, ευγενικός, εγκόσμιος, στρώνω, τετριμμένος, κοσμική, κοσμικό, κοσμικής, κοσμικού
Μεταφράσεις: χρονικός, κοσμικός, ξαπλώνω, ευγενικός, εγκόσμιος, στρώνω, τετριμμένος, κοσμική, κοσμικό, κοσμικής, κοσμικού