Своевременно στα ελληνικά

Μετάφραση: своевременно, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έγκαιρα, δεόντως, χαϊδεύω, έγκαιρος, έγκαιρη, έγκαιρης, την έγκαιρη
Своевременно στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • беременная στα ελληνικά - έγκυος, έγκυες, εγκύων, εγκύους, εγκύου
  • венесуэлка στα ελληνικά - Βενεζουέλας, Βενεζουέλα, της Βενεζουέλας
  • делимое στα ελληνικά - μέρισμα, μερίσματος, μερισμάτων, μερίσματα, μερισματική
  • жухнуть στα ελληνικά - στερεύουν, στεγνώσει, ξεραίνονται, στεγνώνουν, στερέψει
Τυχαίες λέξεις
Своевременно στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έγκαιρα, δεόντως, χαϊδεύω, έγκαιρος, έγκαιρη, έγκαιρης, την έγκαιρη