Сдваивать στα ελληνικά
Μετάφραση: сдваивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διπλός, διπλασιάζω, σωσίας, διπλότυπο, αντίγραφο, εις διπλούν, διπλούν, επαναλάβει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безземельный στα ελληνικά - ακτήμονας, ακτήμων, ακτήμονες, ακτημόνων, χωρίς γη
- гелиограф στα ελληνικά - ηλιογράφος, ηλιογραφία, του ηλιογραφία
- грубость στα ελληνικά - τραχύτητα, απανθρωπιά, στυφότητα, κτηνωδία, οξύτητα, αυθάδεια, δριμύτητα, ...
- директорство στα ελληνικά - θέση του διευθυντή, διευθύνοντες, ΔΣ, μέλους ΔΣ, διευθυντική
Τυχαίες λέξεις
Сдваивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διπλός, διπλασιάζω, σωσίας, διπλότυπο, αντίγραφο, εις διπλούν, διπλούν, επαναλάβει
Μεταφράσεις: διπλός, διπλασιάζω, σωσίας, διπλότυπο, αντίγραφο, εις διπλούν, διπλούν, επαναλάβει